Αξίωση συμμετοχής στα αποκτήματα. Αντίθετες αγωγές. Περιουσιακή κατάσταση συζύγων. Στοιχεία που συνυπολογίζονται. Για τον υπολογισμό της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσίας που υφίσταται κατά το χρόνο της αμετάκλητης απόφασης της λύσης του γάμου. Κρίση περί της έλλειψης οποιασδήποτε συμβολής εκάστου των διαδίκων στην περιουσία του άλλου με παροχή χρημάτων αλλά και παροχή υπηρεσιών. Μη υπέρβαση από τη σύζυγο του μέτρου των δυνάμεών της αναφορικά με τη επιμέλεια του συζυγικού οίκου, καθόσον βοηθούνταν στις οικιακές εργασίες από οικιακή βοηθό και κηπουρό, ενώ για τη μελέτη των τέκνων της είχε προσλάβει καθηγητές που τους παρέδιδαν μαθήματα κατ’ οίκον αλλά ούτε και από τον σύζυγο εξαιτίας των αυξημένων επαγγελματικών υποχρεώσεών του. Μη συμβολή στον επαγγελματικό τομέα του συζύγου, εφόσον οι μεταξύ τους σχέσεις είχαν διαρραγεί δέκα πέντε τουλάχιστον χρόνια πριν τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης. Διάταξη διαγραφής ανάρμοστων φράσεων. Μη συμβολή του συζύγου στον κοινό τραπεζικό λογαριασμό.
Απόφαση δημοσιευμένη στη Νομική Βιβλιοθήκη Qualex
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 2777/2018ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αποτελούμενο από τους Δικαστές:Αποστολία Παντελίδου Προέδρο Πρωτοδικών, Μαρία Τσοπάνη Πρωτόδικη και Ολυμπία Γραμματικοπουλου Πρωτόδικη Εισηγήτρια και από τον γραμματέα Ασημάκη Οικονομόπουλο
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 29 Μαΐου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ- ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: … το γένος … πρώην συζύγου …, κατοίκου … Αττικής, η οποία παραστάθηκε μετά την πληρεξούσια δικηγόρο της Χαρίκλεια Κωνσταντινίδου – Σταυροπούλου, που κατέθεσε τα με No …, … και …/04- 05- 2017 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Α., και,ΤΟΥ ΚΑΘΌΥ Η ΚΛΗΣΗ – ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ – ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ – ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: … του …, κατοίκου … Αττικής, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Σπυρίδωνος Ζερβοπουλου, που κατέθεσε το με No …/07-06-2017 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων του Δ.Σ.Α.Η καλούσα – ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 11-05-2010 αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης …/2010, η οποία επαναφέρεται προς συζήτηση μετ’ απόδειξη με την από 09- 01-2017 και με αριθμό καταθέσεως …/2017 κλήση της, καθώς και η από 30-09- 2013 αγωγή της που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης …/2013, η οποία επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 06-12- 2016 και αριθμό κατάθεσης κλήσης …/2016 κλήση της, που προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο της 13ης-03-2017, οπότε αναβλήθηκαν για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιοΟ καλών – ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 07-11-2011 αγωγή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης …/2011 αγωγή του, η οποία επαναφέρεται προς συζήτηση μετ’ απόδειξη με την από 11-01-2017 και με αριθμό καταθέσεως …/2017 κλήση του, καθώς και η από 30-05-2013 αγωγή του που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό κατάθεσης …/2013, η οποία επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 13-03-2017 και αριθμό κατάθεσης …/2017 κλήση του, που προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκαν στο πινάκιο.Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ Νόμιμα και παραδεκτά η καλούσα – ενάγουσα και ο καλών – ενάγων, επαναφέρουν προς συζήτηση με τις από 09-01-2017 και 11-01-2017 κλήσεις τους αντίστοιχα, τις από 11-06-2010 και 07-11-2011 αγωγές τους, μετά την έκδοση της με αρ. 6039/2012 μη οριστικής απόφασης του παρόντος δικαστηρίου. Δυνάμει της απόφασης αυτής, οι ως άνω αγωγές συνεκδικάσθηκαν, και αφού προηγουμένως, ως προς μεν την αγωγή της ενάγουσας, απέρριψε ως αόριστο το αίτημα της σχετικά με τη συμβολή της στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου κατά την αξία της συμμετοχής του στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “«… ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ, ΕΜΠΟΡΙΚΗ, ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ”, με το διακριτικό τίτλο «… ΑΕ”, ως προς δε την αντίθετη αγωγή του ενάγοντος, απέρριψε ως αόριστα τα αιτήματα που έτειναν να στηριχθούν στην ενδοσυμβατική ευθύνη απορρέουσας από ανάληψη από κοινό λογαριασμό, αδικαιολογήτου πλουτισμού και αδικοπραξιών, ανέβαλλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε τη διενέργεια τεχνικής πραγματογνωμοσύνης ως προς τις αξίες των ακινήτων. Επιπροσθέτως, αμφότεροι οι διάδικοι επαναφέρουν προς συζήτηση, μετά τη ματαίωσή τους, τις από 30-05-2013 και 30-09-2013 αντίστοιχα νέες αγωγές τους, οι οποίες ασκήθηκαν προς θεραπεία της αοριστίας των προγενέστερων αγωγών τους.
Οι ανωτέρω τέσσερις (4) συναφείς αγωγές, πρέπει να συνεκδικαστούν, καθώς υπάγονται στην ίδια διαδικασία και επιπλέον επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης με ταυτόχρονη μείωση των εξόδων (άρθρο 246 ΚΠολΔ).Η ενάγουσα με την από 30-09-2013 δεύτερη κρινόμενη αγωγή της ισχυρίζεται ότι τέλεσε νόμιμο γάμο με τον εναγόμενο το έτος 1975, από τον οποίο απέκτησαν δύο ενήλικα ήδη τέκνα. Ότι ο μεταξύ τους γάμος λύθηκε αμετάκλητα στις 20-04-2010. Ότι κατ’ αυτού άσκησε την από 11-06-2010 αγωγή της με την οποία ζητούσε ν’ αναγνωρισθεί η συμβολή της κατά 1/3 στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου και να υποχρεωθεί αυτός να της καταβάλει το ποσό του 1.321.855,00 ευρώ. Ότι η αγωγή της αυτή συνεκδικάσθηκε με την από 07-11-2011. αντίθετη αγωγή του εναγομένου, επί των οποίων εκδόθηκε η με αρ. 6039/2012 μη οριστική απόφαση, η οποία ως προς το αίτημα για καταβολή της αναλογίας του 1/3 από το αιτούμενο κονδύλιο που ερείδεται στην επαύξηση της περιουσίας του εναγομένου κατά την αξία της συμμετοχής του (68%) στο μετοχικό κεφάλαιο της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “«… ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ, ΕΜΠΟΡΙΚΗ, ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ”, με το διακριτικό τίτλο «… ΑΕ”, έκρινε αυτό απαράδεκτο λόγω αοριστίας, διότι δεν ανέφερε την χρηματική αξία της εν λόγω εταιρείας και του ποσοστού συμμετοχής του εναγομένου σε αυτή κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής.
Ότι με την δεύτερη αυτή αγωγή της και προς θεραπεία της αοριστίας, ισχυρίζεται ότι η χρηματική αξία της ανωτέρω εταιρείας ανέρχεται κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής στο ποσό του 1.744.829 ευρώ, κατά δε τον Ιούνιο του 2010 (χρόνος άσκησης προγενέστερης αγωγής) ανερχόταν στο ποσό του 1.111.898,00 ευρώ, η δε συμμετοχή του εναγομένου, κατά τα αυτά ως άνω χρονικά σημεία, ανέρχεται στα ποσά των 1.186.483,72 και 756.090,64 ευρώ αντίστοιχα. Με βάση το ιστορικό αυτό, όπως ειδικότερα εξειδικεύεται στην αγωγή, ζητεί ν’ αναγνωρισθεί η κατά το 1/3 συμβολή της στην αύξηση της περιουσίας του εναγομένου, όσον αφορά το απόκτημα του 68% ποσοστού συμμετοχή του στην ανωτέρω αναφερόμενη εταιρεία και μετά τον παραδεκτό, με τις προτάσεις της, περιορισμό του αιτήματος της σε αναγνωριστικό, ν’ αναγνωρισθεί ότι ο εναγόμενος οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 395.494,57 ευρώ, εντόκως από την επίδοση της από 11-06- 2010 (προγενέστερης) αγωγής, άλλως επικουρικά να ν’ αναγνωρισθεί ότι οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 252.030,21 ευρώ, εντόκως από την επίδοση της από 11-06-2010 αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στα δικαστικά της έξοδα.Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία και είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 346, 1400, 1438 ΑΚ, 70 και 176 του ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, το οποίο μετά την τροπή εν όλω σε αναγνωριστικό, κατέστη μη νόμιμο και ως εκ τούτου απορριπτέο. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι δεν απαιτείται, μετά την μετατροπή του αιτήματος σε αναγνωριστικό, η καταβολή δικαστικού ενσήμου.
Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 § 1 και 2 του ν. 5638/1932 «περί καταθέσεως εις κοινόν λογαριασμόν”, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το ν.δ. 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 παρ. Δ’ περ. α’ ν.δ. 118/1973, χρηματική κατάθεση σε ανοιχτό, διαζευκτικό λογαριασμό επ’ ονόματι ενός ή περισσοτέρων από κοινού (Joint Account ή Compte Joint) κατά την έννοια του νόμου αυτού, η κατάθεση, η οποία περιέχει τον όρο ότι από τον εν λόγω λογαριασμό μπορεί να κάνει χρήση, εν όλω ή εν μέρει, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας είτε μερικοί είτε και όλοι οι κατ’ ιδίαν δικαιούχοι, η χρηματική κατάθεση που γίνεται στον άνω λογαριασμό επιτρέπεται να ενεργείται και σε κοινό λογαριασμό με προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό προειδοποίηση. Από τις διατάξεις αυτές, συνδυαζόμενες προς εκείνες των άρθρων 2 παρ. 1 ν.δ. 17-7/13-8.1992 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών”, 411, 489, 490, 491 και 493 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης στο όνομα του ίδιου του καταθέτη και τρίτων προσώπων, όπως η προβλεπόμενη από το άρθρο 1 του ν. 5638/1932, ανεξαρτήτως του αν τα κατατεθέντα χρήματα ανήκαν σε όλους υπέρ των οποίων έγινε κατάθεση ή σε μερικούς από αυτούς, παράγεται μεταξύ του καταθέτη και των τρίτων αφενός και του δέκτη της κατάθεσης νομικού προσώπου αφετέρου ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή, με αποτέλεσμα η ανάληψη των χρημάτων της κατάθεσης (είτε όλων είτε μέρους αυτών) από έναν από τους δικαιούχους να χωρεί εξ ίδιου του αναλαμβάνοντος δικαίου. Αν αναληφθεί, εξάλλου, ολόκληρο το ποσό από έναν μόνο δικαιούχο, επέρχεται απόσβεση της απαίτησης εις ολόκληρον, δηλαδή και ως προς τους λοιπούς μη αναλαβόντες συνδικαιούχους, έναντι του δέκτη της κατάθεσης. Ο μη αναλαβών συνδικαιούχος αποκτά, από τον νόμο πλέον, απαίτηση (αναγωγικά) έναντι εκείνου που ανέλαβε ολόκληρη την κατάθεση για την καταβολή ποσού ίσου προς το μερίδιο που του αναλογεί με βάση τον αριθμό όλων των συνδικαιούχων, εκτός αν από τη μεταξύ τους εσωτερική σχέση προκύπτει άλλη αναλογία ή δικαίωμα στο σύνολο του ποσού της κατάθεσης ή, αντίθετα, έλλειψη δικαιώματος αναγωγής. Σύμφωνοι δε με τη διάταξη του άρθρου 4 που θεσπίζει μαχητό τεκμήριο, η ύπαρξη τέτοιας εσωτερικής σχέσης αποτελεί εξαίρεση. Το βάρος της επίκλησης και απόδειξης της έλλειψης δικαιώματος αναγωγής έχει ο διάδικος που προβάλλει το πιο πάνω εξαιρετικό δικαίωμα (ΑΠ 2058/2007, ΑΠ 1563/2000, ΑΠ 313/1999, ΑΠ 5401/1998, ΕφΘεσ 518/2003). Η αξίωση για συμμετοχή στο χρηματικό ποσό του κοινού λογαριασμού γίνεται αντικείμενο δίκης σχετικής αγωγής, ανεξάρτητα αν ζητείται η πραγματική συμβολή ή τεκμαρτή συμμετοχή.
Σύμφωνα δε με τα ανωτέρω εκτιθέμενα, ο ενάγων καταθέτης, στρεφόμενος αναγωγικά κατά του συνδικαιούχου του κοινού λογαριασμού που ανέλαβε ολόκληρο το χρηματικό ποσό ή μεγαλύτερο από το αναλογούν σ’ αυτόν μερίδιο, απαλλάσσεται από το βάρος της απόδειξης για το μέγεθος της συμμετοχής του, κατά το ποσοστό που αυτό καλύπτεται από το νόμιμό μαχητό τεκμήριο. Αν όμως απαιτείται μεγαλύτερο ποσοστό, βαρύνεται να αποδείξει την ύπαρξη και το περιεχόμενο της εσωτερικής σχέσης μεταξύ των συνδικαιούχων, που του παρέχει δικαίωμα επί του μεγαλύτερου ποσοστού. Το δικαστήριο, αν δεν αποδεικνύεται ύπαρξη διαφορετικής συμφωνίας, μπορεί να καταδικάσει τον αναλαβόντα συνδικαιούχο στην καταβολή του τεκμαιρόμενου μεριδίου του ενάγοντος. Περαιτέρω, και με βάση την προαναφερόμενη έννομη σχέση που συνδέει τους συνδικαιούχους του κοινού λογαριασμού, ο καθένας από αυτούς δεν διαπράττει με την ανάληψη ποσών υπεξαίρεση ούτε γίνεται πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας ή με ζημία άλλων (ΑΠ 1204/2007 ΕλλΔνη 49- 1689, ΑΠ 5901/1998 ΕλλΔνη 40.148, ΑΠ 313/1999 ΕλλΔνη 40.1366, ΑΠ 246/1992 ΕλλΔνη 34-1311). Ακολούθως, η σχέση που συνδέει τους δικαιούχους μπορεί να είναι σύμβαση εντολής, βάσει της οποίας ο εντολέας ορίζει και άλλον ως συνδικαιούχο, αναθέτοντας του, απλώς προς διευκόλυνση του, να προβαίνει σε ορισμένες ενέργειες σχετικές με την κίνηση του λογαριασμού και τα χρήματα, τα οποία έχει καταθέσει σ’ αυτόν. Σ’ αυτή την περίπτωση εφαρμόζονται οι περί εντολής διατάξεις (άρθρα 713 επ. ΑΚ) και ο εντολέας, εφόσον προβλέφθηκε ότι οι εντολοδόχος δεν θα προβαίνει σε αναλήψεις χωρίς προηγούμενη συγκεκριμένη εντολή του, έχει δικαίωμα να απαιτήσει από τον αναλαβόντα την κατάθεση συνδικαιούχο του λογαριασμού ολόκληρο το ποσό του (βλ. (ΑΠ 1204/2007, ΑΠ 1550/2007, ΕφΔωδ 179/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ενάγων με την από 30-05-2013 δεύτερη κρινόμενη αγωγή του ισχυρίζεται ότι κατά της εναγομένης – ενάγουσας άσκησε την από 07-11-2011 αγωγή του με την οποία ζητούσε :
α) ν’ αναγνωρισθεί η συμβολή του κατά 1/3 στην επαύξηση της περιουσίας της εναγομένης,
β) να υποχρεωθεί αυτή να της καταβάλει το ποσό των 236.311,33 ευρώ,
γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του αποδώσει κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, το ποσό των 305.249,93 ευρώ που αντιστοιχούσε σε ποσό τραπεζικής κατάθεσης,
δ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του αποδώσει κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, αυτούσιες 48 λίρες Αγγλίας, άλλως σε περίπτωση που δεν ήταν δυνατή η αυτούσια απόδοση, να του καταβάλει ως αποζημίωση το χρηματικό ποσό των 15.485,76 ευρώ,
ε) επικουρικά να αναγνωρισθεί ότι συνέβαλε και στην αύξηση της κινητής περιουσίας της εναγομένης για τα αμέσως πιο πάνω αποκτήματα (ποσό τραπεζικής κατάθεσης και λίρες), κατά ποσοστό 1/3 και να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό της συμβολής του στην επαύξηση της ακίνητης και κινητής περιουσίας της που ανέρχεται σε 343.238,27 ευρώ.
Ότι η αγωγή του αυτή συνεκδικάσθηκε με την από 11-06-2010 αντίθετη αγωγή της εναγομένης, επί των οποίων εκδόθηκε η με αρ. 6039/2012 μη οριστική απόφαση, η οποία ως προς τα αιτήματα περί απόδοσης του ποσού των 305.294,93 ευρώ (ύψος τραπεζικής κατάθεσης) και των 48 λιρών Αγγλίας, έκρινε αυτά απαράδεκτο λόγω αοριστίας. Ότι με την δεύτερη αυτή κρινόμενη αγωγή του και προς θεραπεία της αοριστίας, ισχυρίζεται ειδικότερα ότι στις 03-01-2006 η εναγόμενη ανέλαβε από τον κοινό τραπεζικό λογαριασμό της Τράπεζας …/ Κατάστημα Γλυφάδας όλες τις καταθέσεις του ύψους 262.588,00 ευρώ, δυνάμει τραπεζικής επιταγής σε διαταγή της. Ότι το σύνολο των χρημάτων αυτών προήρχοντο αποκλειστικά από τα δικά του εισοδήματα. Ότι επίσης η μητέρα του τού είχε παραδώσει 8 χρυσές λίρες Αγγλίας παλαιάς κοπής και ότι το έτος 1987 αγόρασε άλλες 40 χρυσές λίρες τις οποίες είχε στην κατοικία του. Ότι τον Ιούνιο του έτους 2017, οπότε η εναγομένη αποχώρησε οριστικά από τη συζυγική οικία, συναποκόμισε παράνομα και τις 48 λίρες, παρά το γεγονός ότι δεν ήταν κυρία αυτών.
Με βάση το ιστορικό αυτό, όπως ειδικότερα αναλύεται στην αγωγή, ζητεί:
α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του αποδώσει κατά τις διατάξεις περί σύμβασης κοινού τραπεζικού λογαριασμού, άλλως επικουρικά περί αδικοπραξιών, άλλως επικουρικότερα, περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, το ποσό των 262.588 ευρώ, άλλως επικουρικά το ήμισυ αυτού, εντόκως από την ημερομηνία ανάληψης, άλλως από την επίδοση της από 07-11-2011 αγωγής, άλλως από την επίδοση της υπό κρίση (δεύτερης) αγωγής και
β) να υποχρεωθεί η εναγομένη, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, να του αποδώσει το ποσό των 48 λιρών Αγγλίας, άλλως σε περίπτωση που είναι αδύνατη η αυτούσια απόδοση, να του καταβάλει ως αποζημίωση το ποσό των 15.485,76 ευρώ, εντόκως από την αφαίρεση τους, άλλως από την απόδοση της από 07-11-2011 προγενέστερης αγωγής.
Επικουρικώς δε ζητεί, κατά τις διατάξεις περί αξίωσης συμμετοχής στα αποκτήματα, ν’ αναγνωρισθεί ότι συνέβαλε στην αύξηση της ως άνω αναφερόμενης κινητής περιουσίας της εναγομένης κατά 1/3, ήτοι κατά το ποσό των 106.926,89 ευρώ, το οποίο και πρέπει να υποχρεωθεί να του καταβάλει, εντόκως από την επίδοση της από 07-11-2011 αγωγής τέλος να καταδικασθεί η εναγομένη στα δικαστικά του έξοδα.
Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία και είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη ως προς την αξίωση που αφορά στην ανάληψη εκ μέρους της εναγομένης, του ως άνω ποσού από τον κοινό τραπεζικό τους λογαριασμό, στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρονται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, ενώ μη νόμιμη είναι η επικουρική βάση, η οποία επιχειρείται να θεμελιωθεί στις περί αδικοπραξιών διατάξεις, καθώς και η επικουρικότερη βάση που τείνει να στηριχθεί στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, αφού σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην μείζονα σκέψη ο καθένας από τους συζύγους δε διαπράττει με την ανάληψη ποσών, υπεξαίρεση ούτε γίνεται πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας ή με ζημία του άλλου.
Η έτερη αξίωση του, ήτοι απόδοσης των 48 χρυσών λιρών Αγγλίας είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 299 και 914 ΑΚ. Τέλος, η επικουρική βάση της αγωγής ως προς και τα δύο αιτήματά, ήτοι επαύξησης της περιουσίας της εναγομένης κατά τα ως άνω ποσά, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 346, 1400 ΑΚ. και 176 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. Το με κωδικό ηλεκτρονικού παράβολου … και …/30-07-2017).
Από τις καταθέσεις των μαρτύρων που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, τα με αρ. …/2012 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του δικαστηρίου τούτου, την με αρ. …/2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης, τις με αρ. …,…,… και …/2012, …, …, … και …/2017 ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών, …, τις με αρ…., … και … /2012 ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Νάξου …, με επιμέλεια της ενάγουσας – εναγομένης, τις με αρ. …, …, …, …, …, …/2012 και …/03-05- 2017, ένορκες βεβαιώσεις που δόθηκαν ενώπιον του συμβολαιογράφου Αθηνών …, με επιμέλεια του ενάγοντος – εναγομένου καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, τα οποία οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στην Αθήνα, στις 21-01-1979, από τον οποίο απέκτησαν δύο ενήλικα ήδη τέκνα. Η έγγαμη συμβίωσή τους δεν εξελίχθηκε ομαλά και ο μεταξύ τους γάμος λύθηκε δυνάμει της με αρ. 4101/2009 απόφασης του παρόντος δικαστηρίου, η οποία κατέστη αμετάκλητη στις 20-04-2010.
Ο εναγόμενος – ενάγων, κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου της με την ενάγουσα – εναγομένη είχε στην πλήρη κυριότητα του τα εξής ακίνητα :
α) ποσοστό 8,33% εξ αδιαιρέτου ενός μη αρδευομένου αγροτεμαχίου, ευρισκόμενου στη θέση «Φακαλώνα» της Κοινότητας/Δήμου Στάνου Αιτωλοακαρνανίας,
β) ποσοστό 8,33% εξ αδιαιρέτου ενός μη αρδευομένου αγροτεμαχίου εκτάσεως 3.500 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση «Αμπέλια» της ίδιας ως άνω κοινότητα,
γ) ποσοστό 8,33% ενός μη αρδευομένου αγροτεμαχίου, εκτάσεως 18.000 τ.μ. ευρισκομένου στη θέση «Ψείρα» της ίδιας ως άνω κοινότητα,
δ) ποσοστό 8,33% εξ αδιαιρέτου ενός με αρδευομένου αγροτεμαχίου εκτάσεως 6.000 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση «Στενό» της ίδια ως άνω κοινότητα,
ε) ποσοστό 8,33% εξ αδιαιρέτου ενός μη αρδευομένου αγροτεμαχίου, εκτάσεως 2.000 τ.μ. που βρίσκεται στη θέση «Βίγλα» της ίδιας ως άνω κοινότητα,
στ) ποσοστό 6,25% εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου, εκτάσεως 300 τ.μ. που βρίσκεται εντός οικισμού της ίδιας ως άνω κοινότητας και ζ) ποσοστό 6,25% εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου, εκτάσεως 420 τ.μ., που βρίσκεται εντός οικισμού της ίδιας ως άνω κοινότητας μετά ισογείου χώρου επιφάνειας 60 τ.μ.
Αντίστοιχα, η εναγομένη – ενάγουσα, κατά τον χρόνο τέλεσης του γάμου της με τον ενάγοντα – εναγόμενο είχε στην πλήρη κυριότητα της τα εξής ακίνητα :
α) ποσοστό 1/4 εξ αδιαιρέτου επί ενός οικοπέδου, επιφάνειας 1.346 τ.μ. ευρισκόμενου στο Δήμο Παλλήνης στη θέση «Κάτω Χαρβάτι» ή «Μπακαλόπουλο”,
β) ποσοστό 25 % εξ αδιαιρέτου ενός ισογείου καταστήματος μετά της υπάρχουσας αποθήκης, εμβαδού εκάστου καταστήματος που βρίσκεται στη Νάξο,
γ) ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου του δικαιώματος υψούν της στέγης του ισόγειο ορόφου μετά του δικαιώματος πλήρους και αποκλειστικής χρήσεως του κλιμακοστασίου, που βρίσκεται στη θέση «ΧΡΙΣΤΟΣ» στην Νάξο,
δ) ποσοστό 25 % εξ αδιαιρέτου ενός αγρού που βρίσκεται στη θέση «ΠΟΛΥΧΝΙ» της περιφέρειας της κοινότητας Σαγκρίου, τέως Δήμου Βίβλου, εκτάσεως 21/2 στρεμμάτων,
ε) ποσοστό 25 % εξ αδιαιρέτου ενός περιβολιού με διάφορα καρποφόρα δέντρα, που βρίσκεται στη Νάξο,
στ) ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου μίας οικίας που βρίσκεται στην κοινότητα Χαλκείου Νάξου,
ζ) ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου ενός δωματίου ασκεπούς που επέχει θέση οικοπέδου μίας οικίας που βρίσκεται στην κοινότητα Χαλκείου Νάξου,
η) ποσοστό 25% εξ αδιαιρέτου ενός μικρού περιβολιού που βρίσκεται στη θέση ΒΡΥΣΗ πλησίον του χωριού Τρίποδες της ομώνυμης κοινότητας, τέως Δήμου Βίβλου Νάξου, καλούμενο «ΚΑΡΥΑ”,
θ) ποσοστό 33,33 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου (παλαιού ελαιοτριβείου) εκτάσεως 36 τ.μ. που βρίσκεται στην ίδια ως άνω τοποθεσία,
ι) ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου μίας διώροφης οικίας που βρίσκεται στην ίδια ως άνω τοποθεσία,
ια) ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ενός περιβολιού με κυτρόδεντρα που βρίσκεται επίσης στην αυτή ως άνω τοποθεσία και
ιβ) ποσοστό 1/3 εξ αδιαιρέτου ενός αγρού καλούμενου «ΕΞΩ ΖΑΧΑΡΙΑ» που βρίσκεται στη θέση «ΠΛΑΚΑ» της αυτής ως άνω τοποθεσίας.
Κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, ο εναγόμενος – ενάγων επαύξησε την περιουσία του με την απόκτηση της κυριότητας των κάτωθι ακινήτων, την οποία εξακολουθούσε να διαθέτει και κατά την αμετάκλητη λύση του γάμου :
α) ποσοστό 60% της ψιλής κυριότητας και 100% της επικαρπίας, μίας ημιτελούς μεζονέτας, η οποία έχει αναγερθεί επί οικοπέδου, ως κάθετη ιδιοκτησία με αναλογία στο οικόπεδο 50%, που βρίσκεται στη Βούλα Αττικής, στο οικοδομικό τετράγωνο 244, επί της διασταυρώσεως των οδών Κρήμνης και Καστελόριζου επί της οποίας φέρει τον αριθμό 53, η αξία του οποίου, κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, ανερχόταν στο ποσό των 170.000,00 ευρώ,
β) ποσοστό 52% εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου (πριν αγροτεμάχιο) που βρίσκεται στη Γλυφάδα Αττικής, στη συμβολή των οδών Περγάμου και Ελευθερίου Βενιζέλου, όπου στη συνέχεια ανεγέρθηκε τριώροφη οικοδομή καταστημάτων (υγειονομικού ενδιαφέροντος), η οποία είναι ημιτελής, ήτοι έχουν εκτελεσθεί όλες οι εργασίες σκυροδέματος καθώς και οι εξωτερικές τοιχοποιίες, η αξία του οποίου, κατά τον ίδιο ως άνω χρόνο ανέρχονταν στο ποσό των 435.000,00 ευρώ,
γ) ένα οικόπεδο (Ν3) στο Άνω Κουφονήσι του νομού Κυκλάδων, επιφάνειας 920,50 τ.μ., αξίας 25.000,00 ευρώ,
δ) ένα οικόπεδο (Ν11) εντός του οικισμού Κουφονησίων Κυκλάδων, επιφάνειας 913, 46 τ.μ., αξίας 35.000,00 ευρώ,
ε) ένα οικόπεδο (Ν2) εντός του οικισμού Κουφονησίων, επιφάνειας 867,77 τ.μ., αξίας, 35.000,00 ευρώ,
στ) ένα οικόπεδο (Ν6) εντός του οικισμού Κουφονησίων, επιφάνειας 976,38 τ.μ., αξίας 30.000,00 ευρώ,
ζ) 250/1000 ενός οικοπέδου στο Άνω Κουφονήσι, επί του οποίου ανεγέρθησαν συνολικά 8 ανεξάρτητες ιδιοκτησίες, ήτοι μία γκαρσονιέρα και ένα stoudios στο υπόγειο, τρεις μεζονέτες στο ισόγειο – υπόγειο, ένα διαμέρισμα και ένα stoudios στον Ά όροφο, αξίας 163.000,00 ευρώ.
Επίσης ο εναγόμενος – ενάγων τον Απρίλιο του έτους 2001 απέκτησε ένα σκάφος αναψυχής μήκους 5,90 μ. το οποίο φέρει το όνομα «ΤΥΧΗ» και διαθέτει δύο μηχανές YAMAHA, αξίας, κατά τον κρίσιμο χρόνο, 25.000,00 ευρώ, καθώς ακόμη και δύο πίνακες ζωγραφικής του …, ένα πίνακα ζωγραφικής του …, μία μεταξοτυπία του … και ένα μεικτό έργο του …, συνολικής αξίας, 8.000,00 ευρώ.
Η αξία της οικοσκευής δεν συνυπολογίζεται, ο εναγόμενος – ενάγων, πριν τον κρίσιμο χρόνο, παραχώρησε στην μία του κόρη, γεγονός που δεν αμφισβητείται ρητώς από την ενάγουσα. Ο ισχυρισμός του ενάγοντος – εναγομένου ότι από την τελική περιουσία του πρέπει ν’ αφαιρεθεί η αξία του ποσοστού συγκυριότητας του στο οικόπεδο που βρίσκεται στο Άνω Κουφονήσι μετά των ανεγερθέντων επ’ αυτού ανεξάρτητων διαμερισμάτων, αφού διαμερίσματα αυτά ανεγέρθησαν μετά τη διάσπαση της έγγαμης σχέσης είναι απορριπτέος, αφού για τον υπολογισμό της περιουσίας του υπόχρεου συζύγου, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της περιουσίας που υφίσταται κατά το χρόνο της αμετάκλητης απόφασης της λύσης του γάμου. Ήτοι η αξία της συνολικής του περιουσίας του εναγομένου, μη συμπεριλαμβανομένης της αξίας της συμμετοχής του στην, συσταθείσα το έτος 2002, ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «… ΑΝΩΝΥΜΗ ΤΕΧΝΙΚΗ, ΕΜΠΟΡΙΚΗ, ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ”, ανέρχεται στο ποσό των 926.000,00 ευρώ.
Από το ποσό όμως αυτό πρέπει να αφαιρεθεί το παθητικό, ήτοι το ανεξόφλητο, κατά τον κρίσιμο χρόνο, ποσό δανείων που έλαβε ο εναγόμενος από την Τράπεζα … και Τράπεζα …, συνολικού ύψους 197.864,6 (157.490,82 + 40.373,78 αντίστοιχα) ευρώ, ώστε η αξία της τελικής περιουσίας του ανέρχεται σε 728.135,40 ευρώ.
Αντίστοιχα, η εναγόμενη – ενάγουσα, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, απέκτησε την κυριότητα των κάτωθι ακινήτων, την οποία εξακολουθούσε να διαθέτει και κατά την αμετάκλητη λύση του γάμου :
α) ποσοστού 1/8 εξ αδιαιρέτου ενός αγρού επιφάνειας 4.245 τ.μ. στο Σαγκρί Νάξου, αξίας 15,000,00 ευρώ,
β) ενός αγροτεμαχίου που ονομάζεται «ΠΑΡΤΙΔΙΑ”, επιφανείας 4.400 τ.μ., που βρίσκεται επίσης στη θέση «ΠΟΛΙΧΝΙ» ή «ΑΜΜΟΥΔΑΡΕΣ» του δημοτικού διαμερίσματος Σαγκρίου Νάξου, όπου ανεγέρθηκε συγκρότημα τριών διώροφων κατοικιών, με 14 συνολικά οριζόντιες ιδιοκτησίες, ευρισκόμενο στα στάδιο των εργασιών, αξίας 335.000,00 ευρώ, γ) 50% της επικαρπίας του όλου ακινήτου (οικόπεδο μετά κτίσματος) μίας κάθετης ιδιοκτησίας επιφάνειας 348 τ.μ. στην οδό … … στη Βούλα Αττικής, το οποίο δεν έχει κάποια εμπορική αξία. Επίσης απέκτησε έναν πίνακα ζωγραφικής του …, αξίας 2.000,00 ευρώ καθώς και ένα ΕΙΧ αυτοκίνητο, μάρκας VOLKSVAGEN GOLF, 1.400 κ.ε, με έτος πρώτης κυκλοφορίας το 2000 και αξίας 2.000,00 ευρώ.
Συνεπώς, η περιουσία της εναγομένης – ενάγουσας, διαρκούντος του γάμου της με τον ενάγοντα – εναγόμενο, αυξήθηκε κατά το ποσό των 354.000,00 ευρώ.
Αποδείχθηκε ότι οι αντίδικοι λίγο μετά την τέλεση του γάμου τους εγκαταστάθηκαν στο Αγρίνιο, τόπο καταγωγής του εναγομένου – ενάγοντος, όπου η μεν ενάγουσα – εναγόμενη, πολιτικός μηχανικός, τοποθετήθηκε στο Πολεοδομικό γραφείο Τριχωνίδας, ενώ ο πρώην σύζυγός της, μηχανολόγος – ηλεκτρολόγος μηχανικός, δραστηριοποιήθηκε ως ελεύθερος επαγγελματίας και εργολήπτης δημοσίων έργων, αναλαμβάνοντας μελέτες και κατασκευές ηλεκτρομηχανολογικών εγκαταστάσεων, δημοσίων και ιδιωτικών έργων, επιβλέψεις λειτουργίας και συντήρησης εργοστασίων, ενώ παράλληλα ασκούσε και εμπορική δραστηριότητα, ασχολούμενος με την εμπορία εξοπλισμού πυροπροστασίας, ειδών εγκατάστασης κεντρικής θέρμανσης και μονωτικών υλικών.
Το έτος 1985 εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Αθήνα, όπου η ενάγουσα – εναγομένη τοποθετήθηκε στο Πολεοδομικό γραφείο Αργυρούπολης, ενώ ο ενάγων – εναγόμενος, αφού εργάσθηκε για δύο έτη στην Ολυμπιακή Αεροπορία, στη συνέχεια παραιτήθηκε και ασχολήθηκε αποκλειστικά στον τομέα της ανάληψης δημοσίων έργων, ενώ το έτος 2002 συνέστησε, κατά μετατροπή της ατομικής του επιχείρησης, την ως άνω αναφερόμενη ανώνυμη τεχνική εταιρεία.
Τα εισοδήματα της ενάγουσας – εναγομένης από το έτος 1975 έως το έτος 2005, συμπεριλαμβανομένων των μισθών της, των μισθωμάτων από την εκμίσθωση ακινήτου της στη Νάξο (από το 1979 έως το 1997), του τιμήματος που εισέπραξε από πώληση ακινήτου της επίσης στη Νάξο, αφαιρουμένου του παρακρατηθέντος φόρου, ύψους 31.446,95 ευρώ, ανήλθαν συνολικά στο ποσό των 272.161,32 ευρώ. Επιπλέον, η ενάγουσα-εναγομένη διαρκούντος του γάμου της επένδυσε μέρος των εισοδημάτων της σε αμοιβαία κεφάλαια, αγορά εντόκων γραμματίων κλπ., οι οποίες (επενδύσεις) της απέφεραν σημαντικά κέρδη, όπως τούτο άλλωστε αναφέρει και ο εναγόμενοςενάγων στην από 18-04-2006 (ήτοι σε ανύποπτο χρόνο) εξώδικη δήλωση του προς την πρώην σύζυγό του, το ύψος των οποίων (κερδών) δεν διακριβώθηκε επακριβώς από την ακροαματική διαδικασία, λαμβανομένων όμως υπόψη των διδαγμάτων της κοινής πείρας και της περιουσίας που αυτή απέκτησε, προσδιορίζεται στο ποσό των 120.000,00 ευρώ τουλάχιστον. Δεν αποδείχθηκε ότι αυτή, διαρκούντος του γάμου της, είχε λάβει οικονομική βοήθεια από τους συγγενείς της, όπως διατείνεται με την αγωγή της. Άλλωστε η οικονομική κατάσταση, τόσο η δική της όσο και του πρώην συζύγου της, από την αρχή ακόμη του έγγαμου βίου τους, ήταν τέτοια που δεν έχρηζε οικονομικής βοήθειας.
Αντίστοιχα, για τα έτη 1979 έως το 2006, τα εισοδήματά του ενάγοντος- εναγομένου από την επαγγελματική του δραστηριότητα και τις αποδόσεις κεφαλαίων (αμοιβαία κεφάλαια, προθεσμιακοί λογαριασμοί, ρέπος, μετοχές κλπ) ανήλθαν στο ποσό των 2.014.980,93 ευρώ. Οι δαπάνες στις οποίες προέβη αυτός για αγορές οικοπέδων και κινητών (αυτοκινήτων, φουσκωτού σκάφους), ανήλθαν σε 768.784,49 ευρώ, ενώ για την ανέγερση των οικοδομών του, στο ποσό των 412.424,28 ευρώ.
Η ως άνω αύξηση της περιουσίας του καθενός εκ των πρώην συζύγων, προήλθε εξ αποκλειστικών δικών του εισοδημάτων, όπως τούτο με σαφήνεια κατέθεσε ο μάρτυρας του ενάγοντος -εναγομένου που εξετάσθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση των προηγούμενων (μετ’ απόδειξη) αγωγών και προκύπτει αναμφισβήτητα από το περιεχόμενο της ίδιας ως άνω (από 18-04-2006) εξώδικης δήλωσης του. Εξάλλου με βάση τα εισοδήματα της ενάγουσας-εναγομένης, τα ήταν οποία σαφώς υποδεέστερα των εισοδημάτων του αντιδίκου της, σε συνδυασμό με την ανωτέρω αποκτηθείσα αξιόλογη ακίνητη περιουσία και τη συμμετοχή της στις οικογενειακές ανάγκες, δεν θα μπορούσε αντικειμενικά να έχει συμβάλλει και στην απόκτηση της περιουσίας του πρώην συζύγου της. Ο ισχυρισμός της ότι διαρκούντος του γάμου της, διέθεσε στον ενάγονταεναγόμενο το ποσό των 60.000,00 ευρώ περίπου, δεν αποδείχθηκε. Άλλωστε η ίδια η μάρτυρας της, εξεταζόμενη στο ακροατήριο, κατέθεσε ότι ο ενάγων-εναγόμενος, αποκόμιζε πολλά χρήματα και συνεπώς το δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι ο τελευταίος δεν είχε ανάγκη οικονομικής βοήθειας. Πέραν της έλλειψης οιασδήποτε συμβολής εκάστου των διαδίκων στην περιουσία του άλλου με παροχή χρημάτων, αποδείχθηκε και έλλειψη συμβολής με παροχή υπηρεσιών.
Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι αμφότεροι οι διάδικοι, εισέφεραν στις οικογενειακές δαπάνες, το ύψος των οποίων δε διακριβώθηκε επακριβώς, αναλόγως των οικονομικών τους δυνάμεων, όπως τούτο σαφώς συνάγεται από την με αρ. …/2012 ένορκη βεβαίωση που έδωσε η κόρη των αντιδίκων. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι η ενάγουσα-εναγομένη κατέβαλε τη δαπάνη της οικιακής βοηθού, του κηπουρού, των κατ’ οίκον ιδιαίτερων μαθημάτων των παιδιών τους, του σούπερ μάρκετ κλπ., ενώ αντίστοιχα ο ενάγων – εναγόμενος κατέβαλε τη δαπάνη λογαριασμών ΔΕΚΟ, ψυχαγωγίας, ταξιδιών, ιδιωτικής εκπαίδευσης των τέκνων του, ένδυσης κλπ. Αμφότεροι οι πρώην σύζυγοι, διατείνονται ότι παρείχαν και προσωπική εργασία στη συζυγική οικία. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση, οι υπηρεσίες που παρείχαν δεν υπερέβαιναν το όριο της, από τα άρθρα 1389 και 1390 ΑΚ, υποχρέωσης τους προς συνεισφορά στην αντιμετώπιση των οικογενειακών αναγκών τους.
Ειδικότερα αναφορικά με την ενάγουσα-εναγομένη, η δική της συνεισφορά συνίσταντο, στην επιμέλεια του συζυγικού οίκου εν γένει, σε κανένα δε χρονικό σημείο της έγγαμης συμβίωσης της, αυτή (συνεισφορά) δε ξεπέρασε το μέτρο των δυνάμεων της, καθόσον βοηθούνταν στις οικιακές εργασίες από οικιακή βοηθό και κηπουρό, ενώ για τη μελέτη των τέκνων της είχε προσλάβει καθηγητές που τους παρέδιδαν μαθήματα κατ’ οίκον. Επίσης δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα-εναγομένη, βοήθησε επαγγελματικά τον πρώην σύζυγό της και τούτο διότι οι μεταξύ τους σχέσεις είχαν διαρραγεί δέκα πέντε (15) τουλάχιστον χρόνια πριν το έτος 2006, οπότε και διασπάσθηκε η έγγαμη σχέση (βλ. περιεχόμενο της ίδιας ως άνω ένορκης βεβαίωσής της κόρης των διαδίκων), και συνεπώς, σύμφωνα και με τα διδάγματα της κοινής πείρας δεν θα μπορούσε να στηρίξει αυτόν είτε ψυχολογικά, είτε ηθικά, είτε επαγγελματικά. Άλλωστε, ο ενάγων – εναγόμενος, όπως ήδη προαναφέρθηκε είναι μηχανολόγος – ηλεκτρολόγος και κατά μεν τα πρώτα χρόνια της έγγαμης ζωής του, εκπονούσε ηλεκτρομηχανολογικές μελέτες, στη συνέχεια δε αναλάμβανε δημόσια έργα, στα πλαίσια των οποίων συνεργαζόταν στενά με τον πολιτικό μηχανικό … και ως εκ τούτου δεν έχρηζε επαγγελματικής βοήθειας από την ενάγουσα-εναγομένη της οποίας το επαγγελματικό αντικείμενο περιορίζονταν στην έκδοση οικοδομικών αδειών. Ακόμη και εάν θεωρηθεί ότι αυτή, ειδικά τα πρώτα χρόνια του γάμου τους, παρείχε επαγγελματικές συμβουλές, ή συνέδραμε στην εύρεση του οικοπέδου στη Βούλα Αττικής, δε συνιστά άνευ ετέρου συμβολή της στην επαύξηση της περιουσίας του, αφού η συνδρομή της αυτή ήταν περιστασιακή και όχι συστηματική και ουσιαστική, σε καμία δε περίπτωση δεν υπερέβαινε το επιβαλλόμενο όριο.
Αντίστοιχα όμως ούτε ο ενάγων- εναγόμενος προσέφερε προσωπικές υπηρεσίες πλέον του αναγκαίου μέτρου, αφού ο ίδιος, ως ελεύθερος επαγγελματίας, αναλαμβάνοντας μάλιστα μεγάλα δημόσια έργα, επιπροσθέτως δε, δραστηριοποιούμενος και με τα κοινά, απουσίαζε πολλές ώρες από την οικία του και ως εκ τούτου υφίστατο αντικειμενική αδυναμία να παρέχει υπηρεσίες πέραν των επιβαλλόμενων, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι είχε την ουσιαστική επίβλεψη της ανέγερσης της οικοδομής της εναγόμενης – ενάγουσας στη Νάξο. Πρέπει να σημειωθεί πως ο ισχυρισμός του εναγομένου – ενάγοντος, ότι δηλαδή συνεισέφερε και με την παροχή της οικογενειακής στέγης, στη Βούλα Αττικής, την οποία αποτιμά στο ποσό των 46.400 ευρώ, το οποίο θα έπρεπε να καταβάλουν ως μίσθωμα, είναι απορριπτέος, αφού αυτή (παροχή στέγης) συνιστά συνεισφορά του στα οικογενειακά βάρη.
Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω, δοθέντος ότι δεν αποδείχθηκε οιαδήποτε συμβολή εκάστου των διαδίκων στην επαύξηση της περιουσίας του άλλου, πρέπει αμφότερες οι αγωγές ν’ απορριφθούν ως ουσία αβάσιμες.
Περαιτέρω, όσον αφορά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας- εναγομένης που εμπεριέχονται στην δεύτερη κρινόμενη αγωγή της, πρέπει να σημειωθεί ότι ανεξαρτήτως της αξίας της εταιρίας του εναγομένου, η ενάγουσα – εναγομένη, με την ίδια ως άνω αιτιολογία, δε συνέβαλλε καθοιονδήποτε τρόπο στην επαύξηση της περιουσίας του αντιδίκου της καθ’ο μέρος αφορά στην αξία συμμετοχής του στην συσταθείσα το έτος 2002 προαναφερόμενη εταιρία και συνεπώς πρέπει και αυτή η αγωγή ν’ απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη. Αναφορικά με τη δεύτερη κρινόμενη αγωγή του ενάγοντος – εναγομένου, ήτοι ότι η πρώην σύζυγός του, στις 03-01-2006 ανέλαβε από κοινό τραπεζικό λογαριασμό της Τράπεζας … τις καταθέσεις του, ποσού 262.588,00 ευρώ, το σύνολο του οποίου προέρχονταν από δικά του αποκλειστικά χρήματα, καθώς και 48 χρυσές λίρες Αγγλίας λεκτέα τα εξής : η εναγομένη – ενάγουσα είχε προβεί στο άνοιγμα του με αρ. … τραπεζικού λογαριασμού της Τράπεζας …/ κατάστημα Γλυφάδας, στον οποίο είχε τεθεί ως συνδικαιούχος ο ενάγων – εναγόμενος. Κατά την 03- 01-2006 το υπόλοιπο του λογαριασμού ανέρχονταν στο ποσό των 262.588,00 ευρώ, το οποίο και ανέλαβε η εναγομένη – ενάγουσα, δυνάμει της με αρ. … τραπεζικής επιταγής σε διαταγή της. Όμως, τα χρήματα αυτά προέρχονταν αποκλειστικά από τα εισοδήματα της, ο δε ενάγων- εναγόμενος για τυπικούς – πρακτικούς και μόνο λόγους είχε τεθεί ως συνδικαιούχος. Τούτο σαφώς συνάγεται από το περιεχόμενο της αυτής ως άνω εξώδικης δήλωσης του, στην οποία ο ίδιος αναφέρει ότι οι τραπεζικοί λογαριασμοί της πρώην συζύγου του, ακόμη και εκείνοι που είχαν συνδικαιούχο αυτόν, προέρχονταν αποκλειστικά από δικά της εισοδήματα, στη διαχείριση των οποίων, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει «ουδέποτε ανακατεύτηκε». Άλλωστε, εάν πράγματι ο ισχυρισμός του ήταν αληθής, τότε με βεβαιότητα ο ενάγων-εναγόμενος θα ανέφερε τούτο στην εξώδικη δήλωσή του, ζητώντας την απόδοσή του ποσού αυτού, δοθέντος ότι αυτή (εξώδικη δήλωση) συντάχθηκε δύο μήνες μετά την ανάληψη του εκ μέρους της εναγομένης -ενάγουσας.
Τέλος, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε ότι ο ενάγων – εναγόμενος είχε στην κατοχή του σαράντα οκτώ (48) χρυσές λίρες Αγγλίας, πολύ περισσότερο δε ότι αυτές περιήλθαν στην κατοχή της ενάγουσας – εναγομένης, δοθέντος ότι ο μάρτυράς του ασαφώς και αόριστα κατέθεσε. Συνεπώς πρέπει και η δεύτερη κρινόμενη αγωγή του ν’ απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη και κατά την επικουρική βάση (αξίωσης συμμετοχής), αφού όπως προαναφέρθηκε ο ενάγων δε συνέβαλλε καθοιονδήποτε τρόπο στην απόκτηση αυτού του περιουσιακού στοιχείου (ποσού τραπεζικού λογαριασμού).Κατόπιν των ανωτέρω πρέπει και οι τέσσερις αγωγές να απορριφθούν και να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόσθηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).
Τέλος, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 206 ΚΠολΔ ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι ο δικαστής μπορεί ύστερα από αίτηση ενός διαδίκου ή και αυτεπαγγέλτως να διατάξει να διαγραφούν από τα δικόγραφα ή τις προτάσεις των διαδίκων εξυβριστικές ή άλλες ανάρμοστες φράσεις, η οποία (διάταξη) εφαρμόζεται αναλογικά και για αντίστοιχες διαγραφές από τα πρακτικά (βλ. Βασίλη Βαθρακοκοίλη, Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ανάλυση κατ’ άρθρο , τόμος Θ’ συμπληρωματικός, Αθήνα 2011), πρέπει στην προκειμένη περίπτωση για λόγους ευπρέπειας να διαγράφει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά η φράση “Βρε κτήνος δέρνεις αυτήν την κοπέλα” που αναγράφεται στην τελευταία σειρά της 7ης σελίδας των πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης της 29ης-05-2017ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ. Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις αναφερόμενες στο σκεπτικό αγωγές.Απορρίπτει αυτές.Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.Διατάσσει τη διαγραφή από τα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά της φράσης “Βρε κτήνος δέρνεις αυτήν την κοπέλα” που αναγράφεται στην τελευταία σειρά της 7ης σελίδας των πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης της 29ης-05-2017ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 25-06-2018 Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13-07-2018.Η ΠΡΟΕΔΡΟΣΟ ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ